Σάββατο 28 Ιουλίου 2012

Ελλάδα: Γιατί η σιωπή… είναι χρυσός

 
 
Αόρατοι, ή τουλάχιστον σιωπηλοί, πρέπει να είμαστε στις επόμενες εβδομάδες. Μπορεί να λέγεται ότι δεν υπάρχει κακή διαφήμιση, αλλά για την Ελλάδα μέσα στις επόμενες εβδομάδες, μέχρι τουλάχιστον τον Σεπτέμβριο, η στρατηγική θα πρέπει να είναι να ξεχαστεί. Υποβαθμίσεις της Ισπανίας, επίθεση των κερδοσκόπων στην Ιταλία, τριγμοί στο τραπεζικό σύστημα, ας φλέγεται η Ευρωζώνη, φθάνει να μην είμαστε το επίκεντρο στις συζητήσεις, συσκέψεις και Συνόδους που θα λάβουν χώρα στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το μέλλον του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος κρέμεται σε μία κλωστή, οπότε το βασικό είναι να παραμείνουμε στο παιχνίδι, όταν επιτέλους οι Ευρωπαίοι ηγέτες σταματήσουν τις κοκορομαχίες τους και αποφασίσουν δράσουν αποφασιστικά για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης.
 
Πρώτα μαστίγιο και μετά καρότο
 
Με απλά λόγια, η γερμανική στρατηγική έναντι των χωρών που έχουν ζητήσει στήριξη, η οποία παρέχεται μεν από την τρόικα αλλά χρηματοδοτείται κυρίως από τη Γερμανία, είναι πρώτα ο πόνος και η αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία και μετά η οποιαδήποτε ελάφρυνση. Και μπορεί αυτή την τακτική να την χαρακτηρίζουν οι οικονομολόγοι καλβινιστική, ωστόσο αυτή ακριβώς την πολιτική την έχει εφαρμόσει το Βερολίνο στο εσωτερικό της χώρας εδώ και χρόνια. Την τελευταία 20ετία η Γερμανία είναι η πλέον ανταγωνιστική οικονομία στην Ευρώπη. Η έλευση του ευρώ πριν από σχεδόν δώδεκα χρόνια εκτίναξε ακόμα περισσότερο την ανταγωνιστικότητά της, καθώς αφενός διατήρησε τη νομισματική ισοτιμία χαμηλότερα από όσο θα ήταν αν είχε ακόμα το μάρκο και αφετέρου άνοιξε πλήρως τις ευρωπαϊκές αγορές στα γερμανικά προϊόντα. Προϊόντα τα οποία δεν είχαν πλέον να φοβηθούν τις ανταγωνιστικές υποτιμήσεις και διολισθήσεις των άλλων ευρωπαϊκών νομισμάτων. Παράλληλα, ενώ η οικονομία της κάλπαζε, τα οφέλη μοιράστηκαν ανισομερώς, με κύριους αποδέκτες τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις της χώρας. Ετσι πολλοί Γερμανοί φαίνεται ότι είναι αποκλεισμένοι από το οικονομικό θαύμα. Η έκρηξη των κοινωνικών ανισοτήτων και η δημιουργία μιας στρατιάς φτωχών εργαζομένων είναι το τίμημα που πληρώνει η χώρα για την ανταγωνιστικότητά της. Το αναγκαίο κακό της ανάπτυξης. Σύμφωνα με τα στοιχεία του οικονομικού ινστιτούτου DIW, τα πραγματικά εισοδήματα των Γερμανών που ανήκουν στη μεσαία και υψηλότερη βαθμίδα (δηλαδή εκείνων που βγάζουν περισσότερα από 3.400 ευρώ το μήνα) αυξήθηκαν ελαφρά από το 2000 έως το 2010. Αντίθετα, οι χαμηλόμισθοι, δηλαδή όσοι κερδίζουν από 960 ευρώ και κάτω, είδαν τα εισοδήματά τους να μειώνονται κατά 10% στο ίδιο διάστημα.
 
Η αιτία δεν είναι άλλη από τις μεταρρυθμίσεις, που σχεδιάστηκαν για να ενισχύσουν την ευελιξία της γερμανικής αγοράς απασχόλησης. Στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει την υψηλή ανεργία και να ανακόψει τη φυγή των επιχειρήσεων προς χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όπου το εργατικό κόστος ήταν σημαντικά χαμηλότερο, ο τότε καγκελάριος Σρέντερ έλαβε, το 2003, μέτρα που διευκόλυναν την καθιέρωση της προσωρινής εργασίας. Η στρατηγική αυτή μπορεί να ενθάρρυνε τις προσλήψεις, όμως απέβη μπούμερανγκ για τους εργαζόμενους.
 
Η Γερμανία μετρά σήμερα σχεδόν 1 εκατ. προσωρινούς εργαζόμενους. Αυτοί κάνουν συνήθως την ίδια δουλειά με τους συναδέλφους τους που δουλεύουν σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Αλλά κερδίζουν σημαντικά λιγότερα. Το 2010, ο μέσος εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης αμειβόταν με 2.700 ευρώ μεικτά το μήνα, ενώ ο προσωρινός εργαζόμενος δεν έβγαζε παρά 1.400 ευρώ. Και παρότι το καθεστώς προσωρινής εργασίας θεσπίστηκε για να δοθεί στους υπαλλήλους αυτούς η δυνατότητα να μπουν στην αγορά εργασίας, με την ελπίδα ότι αυτό θα είναι το πρώτο σκαλοπάτι για μια καλύτερη θέση, τα στοιχεία δείχνουν ότι μόνο το 8% των προσωρινών υπαλλήλων προσλαμβάνεται κανονικά μέσα σε ένα χρόνο από τις επιχειρήσεις, όπου δουλεύει.
 
Kοινωνία τριών ταχυτήτων
 
Οι μεταρρυθμίσεις κατάφεραν να δημιουργήσουν μια αγορά απασχόλησης -αλλά και μία κοινωνία- τριών ταχυτήτων. Στην κορυφαία βαθμίδα βρίσκονται τα στελέχη των επιχειρήσεων, που παίρνουν ολοένα και μεγαλύτερα πακέτα αμοιβών και μπόνους, καθώς τα κέρδη των εταιρειών τους αυξάνονται σε πρωτοφανή επίπεδα. Έπονται, στη δεύτερη βαθμίδα, οι καλά εκπαιδευμένοι εργαζόμενοι λευκού κολάρου και οι εξειδικευμένοι υπάλληλοι στη βιομηχανία και σε άλλους κλάδους. Στην τελευταία βαθμίδα βρίσκονται τα πιο παραδοσιακά επαγγέλματα, όπως οι πωλητές, οι μάγειροι και οι δάσκαλοι, οι οποίοι είδαν το μηνιαίο εισόδημά τους να συρρικνώνονται τα τελευταία 10 χρόνια. Αυτοί δεν απολαμβάνουν το παραμικρό όφελος από τον πλουτισμό των γερμανικών επιχειρήσεων και την ανάπτυξη της οικονομίας. Σε μια χώρα χωρίς νομοθετημένο κατώτατο μισθό, όσοι δεν εκπροσωπούνται από τα πανίσχυρα εργατικά συνδικάτα που αυτό τον καιρό πιέζουν ασφυκτικά για να εξασφαλίσουν μεγάλες αυξήσεις για τα μέλη τους, δείχνουν να μην έχουν καμιά δύναμη. Οι πωλητές αμείβονται συχνά με 6 ευρώ την ώρα, και οι κομμωτές μόλις με 4 ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι κάποιες από αυτές τις δουλειές πληρώνουν 640 ευρώ το μήνα, έστω και εάν είναι πλήρους απασχόλησης. Μάλιστα, 1,37 εκατ. Γερμανοί που αμείβονται με μισθούς πείνας, αναγκάζονται να συμπληρώσουν το εισόδημά τους με το επίδομα της πρόνοιας, για να βγάλουν το μήνα. 
 
Οταν ξέσπασε η κρίση χρέους στην Ελλάδα, η αρχική αντιμετώπιση της Γερμανίας ήταν εχθρική προς τις μέχρι τότε ελληνικές πρακτικές, παρά το γεγονός ότι και τις γνώριζαν και τις ενίσχυαν. Το ίδιο συνέβη και στις άλλες περιφερειακές χώρες, από την Ιρλανδία και την Πορτογαλία, μέχρι την Ισπανία
 
Το διαρθρωτικό πρόβλημα του ευρώ
 
και την Ιταλία. Αντί να παραδεχθούν το προφανές, προτίμησαν να ασχοληθούν με τον κίνδυνο της μετάδοσης. Λογική, οπότε, ήταν η αντιμετώπιση την οποία επέβαλαν. Αντιμετώπιση η οποία, άλλωστε, ενισχυόταν από τη δική τους πρακτική του ισοσκελισμού δαπανών και εσόδων, ανεξάρτητα από τις πρόσκαιρες παρενέργειες, εφόσον στο μέλλον αυτό θα έφερνε την ανάπτυξη. Αν το πρόβλημα ήταν μόνο ελληνικό, τότε πιθανότατα να είχαν δίκιο. Η αποτυχία της Ισπανίας, η οποία έχει υιοθετήσει σκληρά μέτρα λιτότητας ή ακόμα και τα αρνητικά αποτελέσματα της τεχνοκρατικής κυβέρνησης της Ιταλίας, δίνουν την πραγματική διάσταση. Αρχίζουν να αντιλαμβάνονται στη Γερμανία ότι το πρόβλημα δεν είναι πρόβλημα μετάδοσης της κρίσης, ούτε οφείλεται στη ελλιπή εφαρμογή των όρων του δανεισμού. Είναι διαρθρωτικό πρόβλημα του ευρώ. Πρόβλημα το οποίο μπορεί να λυθεί μόνο με ολική αντιμετώπιση, εκ διαμέτρου δηλαδή αντίθετη από αυτήν της περίπτωση ανά περίπτωση, κράτος ανά κράτος, η οποία εφαρμοζόταν μέχρι σήμερα.
 
Σταθμίζουν τα πλεονεκτήματα της παραμονής στο ευρώ
 
Μια ολική λύση έχει ήδη σκιαγραφηθεί μετά την πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής και το σχέδιο επανακεφαλαιοποίησης των ισπανικών τραπεζών. Δεν έχει σημασία ότι το σχέδιο αυτό δεν λύνει το ισπανικό πρόβλημα, ούτε εμποδίζει τις αγορές να τρέχουν πανικόβλητες μακριά από την Ισπανία και την Ιταλία. Η πραγματική σημασία του αποτελέσματος της Συνόδου Κορυφής είναι ότι «αμοιβαιοποιείται» το χρέος, το οποίο θα χρησιμοποιηθεί για να σωθούν οι ισπανικές τράπεζες. Ενα βήμα –μακρύ– απομένει μέχρι να «αμοιβαιοποιηθεί» και το κρατικό χρέος, αναγνωρίζοντας ότι η σημερινή κρίση είναι τελικά αποτέλεσμα λάθους κατασκευής του ίδιου του ευρωπαϊκού νομίσματος. Σκοντάφτει, βέβαια, αυτό ακόμα στην κοινή γνώμη της Γερμανίας, της Ολλανδίας και της Φινλανδίας. Ηδη, όμως, έχουν αρχίσει να μιλάνε ανοιχτά στη Γερμανία για το γεγονός ότι ενδεχόμενη διάλυση της Ευρωζώνης θα είχε καταστροφικά αποτελέσματα για την ίδια τη Γερμανία και την οικονομία της. Αντίθετα χώρες με μεγάλη βιομηχανική παραγωγή και εξαγωγικό προσανατολισμό ο οποίος έχει πνιγεί από τη δημιουργία του ευρώ, ενδέχεται να έβλεπαν σημαντικά οφέλη από την έξοδό τους. Όπως αναφέρει σε πρόσφατη έκθεσή της η Bank of America – Merrill Lynch η Ιταλία και η Ιρλανδία έχουν περισσότερα κίνητρα να εγκαταλείψουν το ευρώ από ό,τι η Ελλάδα, ενώ η Γερμανία δεν έχει παρά περιορισμένα περιθώρια να αποτρέψει την έξοδο χωρών μελών της Ευρωζώνης. Ο οίκος εκτιμά μάλιστα ότι η αγορά υποτιμά τον κίνδυνο της εθελοντικής εξόδου από το ευρώ μίας ή περισσοτέρων χωρών. Η Ιταλία έχει περισσότερες πιθανότητες να επιτύχει μια ελεγχόμενη και τακτική έξοδο, ενώ θα έχει και το μεγαλύτερο όφελος ως προς την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη. Ενώ πολλοί λένε ότι θα ήταν ευκολότερο για τη Γερμανία να βγει από το ευρώ, η ανάλυση δείχνει ότι η χώρα αυτή έχει τα λιγότερα κίνητρα να το κάνει, καθώς θα βρεθεί αντιμέτωπη με χαμηλότερη ανάπτυξη, ενδεχομένως υψηλότερο κόστος δανεισμού και ένα πλήγμα στους ισολογισμούς επιχειρήσεων και τραπεζών. Λίγους λόγους να αποχωρήσουν από την Ευρωζώνη έχουν επίσης η Αυστρία, η Φινλανδία και το Βέλγιο. Από τις χώρες που επηρεάζονται άμεσα από την κρίση, η Ισπανία έχει τους λιγότερους λόγους. Επομένως αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι πως οι χώρες σταθμίζουν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της παραμονής τους στο ευρώ. Η επέκταση της κοινωνικής αναταραχής και των αδιεξόδων της οικονομίας ενδέχεται να κλίνουν τη ζυγαριά γρήγορα προς την αναζήτηση της πόρτας εξόδου για την Ισπανία και ίσως και για την Ιταλία. Ενα σενάριο το οποίο θα σηματοδοτήσει τη διάλυση της Ευρωζώνης, κάτι το οποίο ήδη προκαλεί τρόμο στο Βερολίνο.
 
Να παραμείνουμε στο παιχνίδι
 
Με βάση το παραπάνω σενάριο αυτό, η καλύτερη στρατηγική για τη χώρα μας είναι να απουσιάζει από την ημερήσια διάταξη. Οσο λιγότερο ασχολούνται μαζί μας, τόσο το καλύτερο για εμάς. Με γνώμονα το εθνικό συμφέρον και τις πραγματικές αντοχές της κοινωνίας, ας εφαρμόσει η νέα κυβέρνηση τόσα μέτρα όσα μπορούν να γίνουν αποδεκτά από την τρόικα ώστε να μην αποτελεί το ελληνικό πρόβλημα το πρώτο θέμα των Συνόδων Κορυφής. Παράλληλα πρέπει να προχωρήσουν άμεσα οι μεταρρυθμίσεις και οι διαρθρωτικές αλλαγές και να επιταχυνθούν οι αποκρατικοποιήσεις ώστε να μην δυσφορούν στις Βρυξέλλες. Και εν ευθέτω χρόνο μπορεί να ανοίξει η συζήτηση για αναδιαπραγμάτευση και η Αθήνα να ζητήσει επιμήκυνση για του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογήςκατά δύο, τρία, ή και περισσότερα χρόνια. Ωστόσο όσο περνά ο καιρός καθίσταται σαφές πως το ελληνικό πρόβλημα θα επιλυθεί οριστικά, μόνο με ουσιαστική μείωση του χρέους, το οποίο μετά το PSI βρίσκεται σε κρατικά χέρια. Η ενδεχόμενη «αμοιβαιοποίηση» του χρέους θα είναι η στιγμή κατά την οποία θα πρέπει να τεθεί από την Ελλάδα το θέμα της παραγραφής ενός σημαντικού μέρους του χρέους, πολύ κάτω από τον στόχο του 120% του ΑΕΠ το 2020. Για να γίνει αυτό όμως θα πρέπει να αναγνωρίσει η Γερμανία ότι οι απώλειες αυτές ωχριούν μπρος στον κίνδυνο διάλυσης της Ευρωζώνης. Και αυτή τη στιγμή το διαπραγματευτικό χαρτί εμείς δεν το έχουμε. Μόνο Ισπανία και Ιταλία θα μπορέσουν να το κάνουν αυτό. Ο στόχος ο δικός μας σήμερα θα πρέπει να είναι να παραμείνουμε στο παιχνίδι μέχρι να γίνει αυτό. Πιθανότατα να γίνει μέσα στους επόμενους μήνες καθώς οξύνεται η κρίση στην Ισπανία και την Ιταλία. Θα είναι εθνική καταστροφή να έχουμε φύγει εμείς από το τραπέζι νωρίτερα, καθώς ο χρόνος κυλά εις βάρος της Γερμανίας.
 
Πηγή:Sofokleou10.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου