Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος
Τον Δεκέμβρη που πέρασε άνοιξα τη κασέλα της ιστορίας των Ελλήνων.
« Τη κασέλα μας »
Ένα βράδυ μελαγχολικό καθόμουν στον καναπέ μου και έβλεπα τηλεόραση.
Έξω έβρεχε, έκανε πολύ κρύο και πότε πότε έριχνε και καμιά αστραπή.
Ξαφνικά μια σπίθα πετάχτηκε από το τζάκι και έπεσε πάνω στο σβέρκο μου.
Τινάχτηκα απότομα γιατί ένιωσα το κάψιμο να διαπερνά όλο μου το σώμα σαν ένα μικρό ηλεκτροσόκ. Τόσο όσο χρειαζόταν για να μυρίσω το μικρό κάψιμο στο δέρμα μου ,να νιώσω το ρίγος να διαχέεται στο νευρικό μου σύστημα και να ξυπνούν τα κύτταρα μου από τον λήθαργο της νάρκωσης.
Ήταν πολύ παράξενο… δε το περίμενα από ένα τζάκι σβησμένο, με λίγες στάχτες και ένα γερασμένο κάρβουνο να πεταχτή μια σπίθα ,και όπως το σκαφτόμουν, νάσου μια δεύτερη σπίθα πετάγετε και πέφτει πάνω στον καναπέ που καθόμουν λίγο πριν.
Δε μ’ έφτανε το κάψιμο στο σβέρκο μου τώρα έτρεχα να προλάβω και το κάψιμο του καναπέ μου που άρπαξε αμέσως γιατί η σπίθα έπεσε πάνω στα περιοδικά και τις εφημερίδες που ήταν στοιβαγμένες εκεί από καιρό. Άρχισα να πετώ κάτω ότι ήταν πάνω στον καναπέ με το ένα χέρι και με το άλλο έτριβα το σβέρκο μου αλλά αυτή η σπίθα είχε τρυπήσει το ύφασμα του αγαπημένου μου καναπέ και είχε φτάσει ήδη το αφρολέξ. Γέμισε καπνό ο χώρος , μύριζε και απαίσια οπότε αναγκάστηκα να ανοίξω το παράθυρο.
Αυτό ήταν !! Με το που άνοιξα μπήκε μέσα καθαρός αέρας , γέμισαν οξυγόνο τα πνευμόνια μου και τα κύτταρα του νου μου άρχισαν να δουλεύουν ξανά.
Σταγόνες της βροχής έπεσαν στο πρόσωπο μου και ένοιωσα το άγγιγμα τους. Ο ουρανός άστραψε και με το φως του είδα τον κόσμο γύρο μου που ήταν βυθισμένος στο σκοτάδι. Ένα κόσμο άλλο όχι σαν αυτό που μου έδειχναν στη τηλεόραση. Την τηλεόραση που είναι δική μου η συσκευή αλλά μου δείχνει ότι θέλουν αυτοί. Έχω μάλιστα και δικαίωμα επιλογής καναλιού, όποιου θέλω εγώ από αυτά βέβαια που αυτοί ορίζουν ως νόμιμα με δημοσιογράφους που αυτοί επιλέγουν ως κατάλληλους .Τότε συνειδητοποίησα ότι βλέπω αυτό που με ταΐζουν από τη μέρα που γεννήθηκα , και τρώγω αυτά που μου προβάλουν πριν γεννηθώ καν.
Ωστόσο το κάθισμα του καναπέ μου είχε καεί ολοσχερώς και αποκαλύφτηκε ο μεταλλικός σκελετός του, που ήταν μια κασέλα.
Ήτανε σκονισμένη και είχε μια κλειδαριά παλιά και μεγάλη ,ένα μάνταλο όπως την έλεγε ο παππούς μου ο Μιλτιάδης .
Τα κύτταρα του νου μου με γυρίζουν 35 χρόνια πίσω. Ξαναβλέπω το γέρο Μιλτιάδη με το τσιμπούκι να σκορπίζει άρωμα, και να μου αφηγείταιι την ιστορία του.
Την μάχη με τους τους τούρκους στο Εσκί Σεχίρ, τις 12 αποδράσεις του από τις φυλακές μια προς μια , τη γάγγραινα που κέρδισε ως λάφυρο αφού έκαμε 14 μερόνυχτα να βγάλει τα άρβυλα αλλά και το τίμημα που του έκοψαν το ένα του πόδι και όλες τις κακουχίες και την πείνα που πέρασε με τους συμπολεμιστές του Έλληνες στη Μικρά Ασία. Τον ερώτηξα ΄΄ Γιατί παππού σου κόψανε το μπόδα σου και έχεις μόνο ένα ?΄΄ και μούπε ΄΄ για νάχεις εσύ μικιό Μιλτάκι δυο και νάσε λεύτερος να πηγαίνεις όπου θες ΄΄ Τότε μου έδωσε και το μαχαίρι που έχω πάντα μαζί μου και μούπε ΄΄ με τούτονε έχω φάει πάνω από 150 τουρκαλάδες και άλλους τόσους Γερμαναράδες, άμα τόχεις στη μέση σου θάνε σαν νάμαι δίπλα σου΄΄
Τη μάχη με τους Γερμανούς που τους πολέμησε όταν ήρθαν με το ίδιο μαχαίρι και με τη μπαστούνα μέχρι να φάει τους πρώτους και να τους πάρει τα λούγκερ (Γερμανικό πιστόλι) και τα αυτόματα, για να τους πολεμήσει με τα δικά τους εξελιγμένα όπλα συνδυασμένα με την Ελληνική ψυχή. Για όλη τη διάρκεια της κατοχής ,τις μέρες και τις νύχτες της αντίστασης ,τα σαμποτάζ αλλά και τα οδυνηρά αντίποινα μέχρι την τελική νίκη. Τότε μούδωσε και το καλύτερο του λούγκερ (είχε κρατήσει 7) να το φυλάξω για όταν χρειαστεί. Από τον παππού μου έμαθα τις λέξεις αρμπάιτ, για, ναιν, γιαβόλ, ράουστ.
Τότε μούπε και την ιστορία με την κασέλα, πως ΄΄ θάρθει πάλι η ώρα να την ξεμανταλώσεις να πάρεις τα ιερά και τα όσια που σου άφησαν οι πρόγονοι σου και να τα δώσεις στα παιδιά και τα εγγόνια σου όπως και όσα παράλαβες. Ούτε τρίχα λιγότερη .!!!΄΄
Αυτό έκανα εκείνο το βράδυ του Δεκέμβρη. Έβαλα το μάνταλο στη κασέλα και την ξεμαντάλωσα. Κιόπως σήκωνα το καπάκι της, έτριζαν οι μεντεσέδες από τη σκουριά των καιρών που πέρασαν, και μια υπέροχη φρεσκάδα πλημύρισε το δωμάτιο που αν και καινούργιο και μοντέρνο μύριζε σαν μπαγιάτικο. Και φως ξεχύθηκε αλλά άσπρο όπως του Ήλιου, της αστραπής όχι το κίτρινο που παραποιεί τα χρώματα και τις εικόνες. Και τι δεν είχε μέσα αυτή η κασέλα… αγώνες, θυσίες ,θρησκεία, πολιτισμό, επιστήμη, τέχνη, θέατρο, μουσική, θάλασσα, Ήλιο,….. ακόμα βγάζω αξίες ξεχασμένες.
Τόσα χρόνια καθόμουν απάνω στην κασέλα και δεν με άφηναν να την δω μέχρι που παραλίγο να ξεχάσω και πως υπάρχει . Και δεν τολμούσα να την ανοίξω να δω τι μου άφησαν οι προγονοί μου.
Εκείνο το βράδυ χαμογέλασα ξανά μετά από πολύ καιρό και σήκωσα το κεφάλι ψηλά. Μάζεψα τα σκουπίδια γρήγορα και τάβαλα στο τζάκι μου και φύσηξα σιγά σιγά μέσα στις στάχτες το παλιό κάρβουνο και έβγαλε κιάλες σπίθες και άρπαξε φωτιά κανονική , αληθινή. Βγήκα και στο μπαλκόνι μου και είδα γεμάτος χαρά πως μερικά σπίτια παρακάτω νότια από το δικό μου άναβε και ένα άλλο τζάκι, και άλλο ένα βόρεια. Δεν είμαι μόνος μου, η σπίθα έχει πάει και σε άλλα σπίτια και χορεύουν και αυτοί από τη χαρά τους… έχουν ανοίξει και αυτοί την κασέλα της Ελλάδας .Είναι συμπατριώτες μου. Τώρα το μόνο που πρέπει είναι να μεταδώσουμε σπίθα τη σπίθα τη φωτιά από τζάκι σε τζάκι η καθεμιά σπίθα στη γειτονιά της.
Ήρθε η ώρα που μούλεγε ο παππούς μου ο Μιλτιάδης. Η ώρα που πρέπει να φυλάξω αυτά που μου παράδωσαν και να τα παραδώσω στο ακέραιο στα παιδιά μου. Δεν έχω άλλο χρόνο να τους δώσω αφού δεν ελπίζω ότι θα σώσουν αυτοί τη Πατρίδα μας. Εμείς οι Έλληνες που έχουμε κασέλα θα τη σώσουμε. Αρκεί να την ανοίξουμε. Και δε φοβάμαι κανένα και τίποτα σαυτόν τον αγώνα τον δίκαιο, γιατί επήρα και το μαχαίρι και τόβαλα στη μέση μου και έχω το πατέρα μου και τον παππού μου και το παππού του παππού μου δίπλα μου .
Εδώ έρχεται να δέσει ο Καζαντζακης για μια ακόμα φορά …
Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα ….είμαι λέφτερος
19 Μαρτιου 2011 ....Σπιθας