Καθώς
το διεθνές στρατηγικό τοπίο μετατοπίζεται μακριά από τις ΗΠΑ και τη
Δυτική Ευρώπη, η βιωσιμότητα των υφιστάμενων πλαισίων συνεργασίας και
ασφάλειας τίθεται υπό αμφισβήτηση. Οι μετατοπίσεις της παγκόσμιας ισχύος
είναι εμφανείς, ωστόσο η ακριβής τους κατεύθυνση και οι συνέπειές τους
είναι αβέβαιες. Και δεν είναι σαφές αν το αναδυόμενο σύστημα θα είναι
πολυπολικό, διπολικό ή μη-πολικό.
Αυτά αναφέρει σε άρθρο του ο Dr. Graeme P. Herd, επικεφαλής του Προγράμματος Διεθνούς Ασφάλειας του Geneva Center for Security Policy, το οποίο συνυπογράφει με τον Charles Simpson, προπτυχιακό φοιτητή του Northeastern University της Βοστώνης.
Το στρατηγικό τρίγωνο Ρωσίας-ΗΠΑ-Ευρώπης είναι ασταθές, σημειώνουν οι συγγραφείς του άρθρου, επισημαίνοντας ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε οικονομική κρίση, χωρίς ικανότητα ή θέληση να μετατρέψει τη νομισματική ένωση σε πολιτική ένωση.
Η Ρωσία, την ίδια στιγμή, έρχεται αντιμέτωπη με τον κίνδυνο στασιμότητας της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, αλλά και με προκλήσεις σε επίπεδο νομιμοποίησης, όπως ανέδειξαν άλλωστε τα γεγονότα του Δεκεμβρίου και το κίνημα διαμαρτυρίας που αναπτύχθηκε έκτοτε. Διαθέτει, επίσης, μια πολιτική ελίτ αποξενωμένη από τη Δύση, η οποία παράλληλα φοβάται τον οικονομικό και κοινωνικό εκσυγχρονισμό -καθώς αυτό προϋποθέτει μια διαφορετικό πολιτική τάξη- αλλά και μία νέα, πλούσια και με επιχειρηματική δραστηριότητα «δημιουργική τάξη», η οποία με τη σειρά της είναι αποξενωμένη από την ίδια την πολιτική της ελίτ.
Οι ΗΠΑ, από την πλευρά τους, βρίσκονται επίσης σε μεταβατική περίοδο – για 60 χρόνια υπήρξαν παγκόσμιος στρατηγικός πρωταγωνιστής, αλλά αυτή η πρωτοκαθεδρία αμφισβητείται, αφενός από αναδυόμενες δυνάμεις στο εξωτερικό, αφετέρου από την αναποτελεσματική φύση του πολιτικού συστήματος της χώρας και την ακραία πόλωση στο εσωτερικό.
Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι δανειζόμενες χώρες ενδέχεται να καταστούν ακόμη πιο εξαρτημένες από τις χώρες-πιστωτές, όπως η Κίνα, κάτι που σύμφωνα με τους συγγραφείς του άρθρου εγείρει το ερώτημα για το αν τελικά οι δημοκρατίες είναι δυσλειτουργικές σε σχέση με τον κρατικό καπιταλισμό ή άλλα αυταρχικά πολιτικά συστήματα. Οι Herd και Simpson παραθέτουν επίσης στο άρθρο τους το εξής σχόλιο, του αρθρογράφου των Financial Times, Gideon Rachman: «Αν ούτε οι ΗΠΑ ούτε κάποιους είδους παγκόσμια κυβέρνηση καταφέρουν να αντιμετωπίσουν τα κοινά πολιτικά προβλήματα στον κόσμο, τότε μία ‘τρίτη εναλλακτική’ θα αναδυθεί, όπου η Κίνα και η Ρωσία θα αποτελέσουν την αιχμή του δόρατος σε έναν άξονα απολυταρχισμού».
Από την άλλη πλευρά, επισημαίνουν, άλλες απόψεις υποστηρίζουν ότι η αταξία είναι η νέα τάξη και ότι κινούμαστε προς έναν κόσμο χωρίς κάποια παγκόσμια ηγεσία, χωρίς δηλαδή να υπάρχει κάποια χώρα ή ομάδα χωρών που να διαθέτει την απαραίτητη οικονομική ή πολιτική μόχλευση για να καθορίσει μόνη της την παγκόσμια ατζέντα. Το αποτέλεσμα είναι η αβεβαιότητα και η σύγκρουση για ζητήματα όπως η διεθνής οικονομική συνεργασία, οι κανονιστικές μεταρρυθμίσεις στον χρηματοπιστωτικό κλάδο, το διεθνές εμπόριο και η κλιματική αλλαγή.
Πέραν των παραπάνω, δεν υπάρχει παγκόσμια συναίνεση για μια δεύτερη συμφωνία Bret¬ton Woods, η οποία να προβλέπει μεταξύ άλλων τη μεταρρύθμιση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Το κενό σε επίπεδο παγκόσμιας ισχύος είναι αποτέλεσμα της έλλειψης αυτοπεποίθησης των ευρωπαϊκών κρατών, της έλλειψης στρατηγικής σαφήνειας στις ΗΠΑ, του εκτεταμένου μεγέθους της G-20 που συνεπάγεται έλλειψη κοινών αξιών μεταξύ των μελών της, αλλά και της απροθυμίας της Κίνας, της Ινδίας ή της Βραζιλίας να επωμιστούν τα πολιτικά και οικονομικά βάρη των αυξανόμενων διεθνών ευθυνών.
Στρατηγική Αβεβαιότητα
Παρά την τεράστια οικονομική αξία των εμπορικών συναλλαγών, το πυκνό και ενισχυόμενο δίκτυο μηχανισμών αλληλεπίδρασης και την ομαλοποίηση σε θέματα που άλλοτε αποτελούσαν πηγή έντασης (π.χ. οι σχέσεις Ρωσίας-Πολωνίας), διατηρούνται ακόμη σοβαρές ασυμμετρίες, σε πεδία όπως η οικονομική ισχύς ή οι προσεγγίσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα.
Δεν υπάρχει συμφωνία ούτε στις Ηνωμένες Πολιτείες ούτε στην Ευρώπη ως προς τον τρόπο συσχετισμού τους με τη Ρωσία, και ειδικά με τον ρόλο της μετασοβιετικής Ρωσίας. Αντίστοιχα, η Ρωσία δεν εμπιστεύεται τη Δύση, ούτε πιστεύει ότι λαμβάνει το σεβασμό που της αξίζει. Η βασική πηγή έντασης στον ευρω-ατλαντικό χώρο είναι ένα έλλειμμα εμπιστοσύνης, ακόμα και εντός ενός κορυφαίου και θεσμικά ανεπτυγμένου οργανισμού, όπως το ΝΑΤΟ. Είναι σαφές ότι οι σύμμαχοι ενδιαφέρονται όλο και λιγότερο για το μέλλον του ΝΑΤΟ.
Αν και οι διαφορές ως προς την κατανομή των βαρών υπήρξαν σταθερό χαρακτηριστικό της εξέλιξης του ΝΑΤΟ, ο αντίκτυπος της κρίσης χρέους έχει σοβαρές επιπτώσεις (ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία και Γερμανία προχωρούν σε περικοπές των αμυντικών τους προϋπολογισμών) και είναι πιθανό να διανύει η Συμμαχία τη μεγαλύτερη σε διάρκεια ύφεση, αυτού του είδους, στην ιστορία της.
Στο μεταξύ, μία πολυπολική Ευρώπη αναδύεται. Η Τουρκία, η 19η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, έχει επιτύχει την ευρωατλαντική της ενσωμάτωση (ΝΑΤΟ), όχι όμως και την ευρωπαϊκή (Ε.Ε.), λόγω παρωχημένων εθνικών στερεοτύπων (υπερβολικά βιομηχανική, υπερβολικά φτωχή, υπερβολικά ισλαμική). Ομοίως, η Ρωσία είναι ένα κράτος με σημαντική επιρροή στο ευρωπαϊκό πεδίο, αλλά παραμένει στο περιθώριο, καθώς δεν είναι ούτε μέλος ούτε της ΕΕ ούτε του ΝΑΤΟ.
Η Ρωσία συνεχίζει να κατανοεί το ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλειας πρωτίστως μέσα από τη ΝΑΤΟ-κεντρική δομή του και, με τη νοοτροπία του Ψυχρού Πολέμου περί συνασπισμών. Θεωρεί το ΝΑΤΟ ως απειλή και, την ίδια στιγμή, η Ε.Ε. αντιπροσωπεύει για τη Ρωσία μια αναθεωρητική δύναμη στο μετασοβιετικό χώρο - εάν πρώην σοβιετικές δημοκρατίες επιλέξουν στενότερη οικονομική συνεργασία με την Ε.Ε., αυτό εκλαμβάνεται ως απόφαση αποσύνδεσης από τη Ρωσία.
Συνεπώς, ενώ η πολυ-πολικότητα έχει αναπτυχθεί στην Ευρώπη, δεν υπήρξε επιτυχία ως προς τη σύνδεση αυτών των πόλων.
Ηρεμία πριν την καταιγίδα;
Οι όλο και ταχύτερες μετατοπίσεις ισχύος και η αυξανόμενη αλληλεξάρτηση διαμορφώνουν ένα ασαφές στρατηγικό περιβάλλον. Αυτό γίνεται εμφανές στην περίπτωση της Κίνας και, εντάσσοντας αυτές τις αλλαγές στη γενικότερη ροή ισχύος από τη Δύση προς τους υπόλοιπους (from the “West to the Rest”), αξίζει να εξετάσει κανείς πιο αναλυτικά το θέμα της Κίνας, προκειμένου να κατανοήσει την στρατηγική σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ ΗΠΑ, Ευρώπης και Ρωσίας.
Κάποιοι αναλυτές βλέπουν στην περίπτωση της Κίνας προθέσεις για μία ανοιχτή στρατιωτική και ιδεολογική αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ. Άλλοι διαβλέπουν στην Κίνα μία πρόθεση να βρεθεί στην «πρώτη θέση» της παγκόσμιας διακυβέρνησης και της λήψης στρατηγικών αποφάσεων, μαζί με τις ΗΠΑ ως ίσος-προς-ίσο, η οποία στην πραγματικότητα πηγάζει από την αδυναμία της Κίνας να διαμορφώσει μια κινεζο-κεντρική περιφερειακή τάξη, πόσο μάλλον να εγκαθιδρύσει μια παγκόσμια ηγεμονία.
Όπως σχολιάζουν οι Herd και Simpson, η Κίνα σχεδιάζει να αναδιαρθρώσει την οικονομία της πάνω σε ένα διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης, το οποίο θα βασίζεται στην εσωτερική κατανάλωση. Αυτό θα αλλάξει το μέγεθος και τη χρήση των συναλλαγματικών της αποθεμάτων, επιτρέποντας στην Κίνα να τα χρησιμοποιήσει για την επίτευξη γεωπολιτικών στόχων. Ωστόσο, καθώς αυτό το σενάριο εκτείνεται χρονικά σε βάθος 10-15 ετών από σήμερα, αν όντως τελικά εξελιχθούν έτσι τα πράγματα, σήμερα αυτό που παρατηρεί κανείς από την πλευρά της Κίνα είναι έλλειψη αυτοπεποίθησης σε στρατηγικό επίπεδο, αλλά όχι ανοιχτή αντιπαράθεση.
Επιπλέον, στη σφαίρα της «αμοιβαία εξασφαλισμένης οικονομικής καταστροφής», υπάρχει μια αυξανόμενη συνειδητοποίηση ότι οι μετατοπίσεις ισχύος εμβαθύνουν τις κοινές στρατηγικές αδυναμίες (πυρηνικά, κυβερνοχώρος, διάστημα) μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας (και της Ρωσίας, σε μικρότερο βαθμό) και αυτό ενθαρρύνει την αμοιβαία συγκράτηση σε στρατηγικό επίπεδο.
Για το 2012, οι εκλογές και οι μεταβιβάσεις εξουσίας στη Ρωσία, στις ΗΠΑ και στην Κίνα προσθέτουν ένα δυνητικά εκρηκτικό συστατικό στην «χύτρα» του παγκόσμιου μετασχηματισμού. Οι εκλογές είναι παραδοσιακά περίοδος για σκληρές επιπλήξεις και δυναμισμό, παρά για συμβιβασμό και ανεκτικότητα, κάτι που αυξάνει τις πιθανότητες για μια στρατηγική παρανόηση ή για γεγονότα που ενισχύουν την αβεβαιότητα...
Αυτά αναφέρει σε άρθρο του ο Dr. Graeme P. Herd, επικεφαλής του Προγράμματος Διεθνούς Ασφάλειας του Geneva Center for Security Policy, το οποίο συνυπογράφει με τον Charles Simpson, προπτυχιακό φοιτητή του Northeastern University της Βοστώνης.
Το στρατηγικό τρίγωνο Ρωσίας-ΗΠΑ-Ευρώπης είναι ασταθές, σημειώνουν οι συγγραφείς του άρθρου, επισημαίνοντας ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε οικονομική κρίση, χωρίς ικανότητα ή θέληση να μετατρέψει τη νομισματική ένωση σε πολιτική ένωση.
Η Ρωσία, την ίδια στιγμή, έρχεται αντιμέτωπη με τον κίνδυνο στασιμότητας της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, αλλά και με προκλήσεις σε επίπεδο νομιμοποίησης, όπως ανέδειξαν άλλωστε τα γεγονότα του Δεκεμβρίου και το κίνημα διαμαρτυρίας που αναπτύχθηκε έκτοτε. Διαθέτει, επίσης, μια πολιτική ελίτ αποξενωμένη από τη Δύση, η οποία παράλληλα φοβάται τον οικονομικό και κοινωνικό εκσυγχρονισμό -καθώς αυτό προϋποθέτει μια διαφορετικό πολιτική τάξη- αλλά και μία νέα, πλούσια και με επιχειρηματική δραστηριότητα «δημιουργική τάξη», η οποία με τη σειρά της είναι αποξενωμένη από την ίδια την πολιτική της ελίτ.
Οι ΗΠΑ, από την πλευρά τους, βρίσκονται επίσης σε μεταβατική περίοδο – για 60 χρόνια υπήρξαν παγκόσμιος στρατηγικός πρωταγωνιστής, αλλά αυτή η πρωτοκαθεδρία αμφισβητείται, αφενός από αναδυόμενες δυνάμεις στο εξωτερικό, αφετέρου από την αναποτελεσματική φύση του πολιτικού συστήματος της χώρας και την ακραία πόλωση στο εσωτερικό.
Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι δανειζόμενες χώρες ενδέχεται να καταστούν ακόμη πιο εξαρτημένες από τις χώρες-πιστωτές, όπως η Κίνα, κάτι που σύμφωνα με τους συγγραφείς του άρθρου εγείρει το ερώτημα για το αν τελικά οι δημοκρατίες είναι δυσλειτουργικές σε σχέση με τον κρατικό καπιταλισμό ή άλλα αυταρχικά πολιτικά συστήματα. Οι Herd και Simpson παραθέτουν επίσης στο άρθρο τους το εξής σχόλιο, του αρθρογράφου των Financial Times, Gideon Rachman: «Αν ούτε οι ΗΠΑ ούτε κάποιους είδους παγκόσμια κυβέρνηση καταφέρουν να αντιμετωπίσουν τα κοινά πολιτικά προβλήματα στον κόσμο, τότε μία ‘τρίτη εναλλακτική’ θα αναδυθεί, όπου η Κίνα και η Ρωσία θα αποτελέσουν την αιχμή του δόρατος σε έναν άξονα απολυταρχισμού».
Από την άλλη πλευρά, επισημαίνουν, άλλες απόψεις υποστηρίζουν ότι η αταξία είναι η νέα τάξη και ότι κινούμαστε προς έναν κόσμο χωρίς κάποια παγκόσμια ηγεσία, χωρίς δηλαδή να υπάρχει κάποια χώρα ή ομάδα χωρών που να διαθέτει την απαραίτητη οικονομική ή πολιτική μόχλευση για να καθορίσει μόνη της την παγκόσμια ατζέντα. Το αποτέλεσμα είναι η αβεβαιότητα και η σύγκρουση για ζητήματα όπως η διεθνής οικονομική συνεργασία, οι κανονιστικές μεταρρυθμίσεις στον χρηματοπιστωτικό κλάδο, το διεθνές εμπόριο και η κλιματική αλλαγή.
Πέραν των παραπάνω, δεν υπάρχει παγκόσμια συναίνεση για μια δεύτερη συμφωνία Bret¬ton Woods, η οποία να προβλέπει μεταξύ άλλων τη μεταρρύθμιση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Το κενό σε επίπεδο παγκόσμιας ισχύος είναι αποτέλεσμα της έλλειψης αυτοπεποίθησης των ευρωπαϊκών κρατών, της έλλειψης στρατηγικής σαφήνειας στις ΗΠΑ, του εκτεταμένου μεγέθους της G-20 που συνεπάγεται έλλειψη κοινών αξιών μεταξύ των μελών της, αλλά και της απροθυμίας της Κίνας, της Ινδίας ή της Βραζιλίας να επωμιστούν τα πολιτικά και οικονομικά βάρη των αυξανόμενων διεθνών ευθυνών.
Στρατηγική Αβεβαιότητα
Παρά την τεράστια οικονομική αξία των εμπορικών συναλλαγών, το πυκνό και ενισχυόμενο δίκτυο μηχανισμών αλληλεπίδρασης και την ομαλοποίηση σε θέματα που άλλοτε αποτελούσαν πηγή έντασης (π.χ. οι σχέσεις Ρωσίας-Πολωνίας), διατηρούνται ακόμη σοβαρές ασυμμετρίες, σε πεδία όπως η οικονομική ισχύς ή οι προσεγγίσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα.
Δεν υπάρχει συμφωνία ούτε στις Ηνωμένες Πολιτείες ούτε στην Ευρώπη ως προς τον τρόπο συσχετισμού τους με τη Ρωσία, και ειδικά με τον ρόλο της μετασοβιετικής Ρωσίας. Αντίστοιχα, η Ρωσία δεν εμπιστεύεται τη Δύση, ούτε πιστεύει ότι λαμβάνει το σεβασμό που της αξίζει. Η βασική πηγή έντασης στον ευρω-ατλαντικό χώρο είναι ένα έλλειμμα εμπιστοσύνης, ακόμα και εντός ενός κορυφαίου και θεσμικά ανεπτυγμένου οργανισμού, όπως το ΝΑΤΟ. Είναι σαφές ότι οι σύμμαχοι ενδιαφέρονται όλο και λιγότερο για το μέλλον του ΝΑΤΟ.
Αν και οι διαφορές ως προς την κατανομή των βαρών υπήρξαν σταθερό χαρακτηριστικό της εξέλιξης του ΝΑΤΟ, ο αντίκτυπος της κρίσης χρέους έχει σοβαρές επιπτώσεις (ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία και Γερμανία προχωρούν σε περικοπές των αμυντικών τους προϋπολογισμών) και είναι πιθανό να διανύει η Συμμαχία τη μεγαλύτερη σε διάρκεια ύφεση, αυτού του είδους, στην ιστορία της.
Στο μεταξύ, μία πολυπολική Ευρώπη αναδύεται. Η Τουρκία, η 19η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, έχει επιτύχει την ευρωατλαντική της ενσωμάτωση (ΝΑΤΟ), όχι όμως και την ευρωπαϊκή (Ε.Ε.), λόγω παρωχημένων εθνικών στερεοτύπων (υπερβολικά βιομηχανική, υπερβολικά φτωχή, υπερβολικά ισλαμική). Ομοίως, η Ρωσία είναι ένα κράτος με σημαντική επιρροή στο ευρωπαϊκό πεδίο, αλλά παραμένει στο περιθώριο, καθώς δεν είναι ούτε μέλος ούτε της ΕΕ ούτε του ΝΑΤΟ.
Η Ρωσία συνεχίζει να κατανοεί το ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλειας πρωτίστως μέσα από τη ΝΑΤΟ-κεντρική δομή του και, με τη νοοτροπία του Ψυχρού Πολέμου περί συνασπισμών. Θεωρεί το ΝΑΤΟ ως απειλή και, την ίδια στιγμή, η Ε.Ε. αντιπροσωπεύει για τη Ρωσία μια αναθεωρητική δύναμη στο μετασοβιετικό χώρο - εάν πρώην σοβιετικές δημοκρατίες επιλέξουν στενότερη οικονομική συνεργασία με την Ε.Ε., αυτό εκλαμβάνεται ως απόφαση αποσύνδεσης από τη Ρωσία.
Συνεπώς, ενώ η πολυ-πολικότητα έχει αναπτυχθεί στην Ευρώπη, δεν υπήρξε επιτυχία ως προς τη σύνδεση αυτών των πόλων.
Ηρεμία πριν την καταιγίδα;
Οι όλο και ταχύτερες μετατοπίσεις ισχύος και η αυξανόμενη αλληλεξάρτηση διαμορφώνουν ένα ασαφές στρατηγικό περιβάλλον. Αυτό γίνεται εμφανές στην περίπτωση της Κίνας και, εντάσσοντας αυτές τις αλλαγές στη γενικότερη ροή ισχύος από τη Δύση προς τους υπόλοιπους (from the “West to the Rest”), αξίζει να εξετάσει κανείς πιο αναλυτικά το θέμα της Κίνας, προκειμένου να κατανοήσει την στρατηγική σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ ΗΠΑ, Ευρώπης και Ρωσίας.
Κάποιοι αναλυτές βλέπουν στην περίπτωση της Κίνας προθέσεις για μία ανοιχτή στρατιωτική και ιδεολογική αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ. Άλλοι διαβλέπουν στην Κίνα μία πρόθεση να βρεθεί στην «πρώτη θέση» της παγκόσμιας διακυβέρνησης και της λήψης στρατηγικών αποφάσεων, μαζί με τις ΗΠΑ ως ίσος-προς-ίσο, η οποία στην πραγματικότητα πηγάζει από την αδυναμία της Κίνας να διαμορφώσει μια κινεζο-κεντρική περιφερειακή τάξη, πόσο μάλλον να εγκαθιδρύσει μια παγκόσμια ηγεμονία.
Όπως σχολιάζουν οι Herd και Simpson, η Κίνα σχεδιάζει να αναδιαρθρώσει την οικονομία της πάνω σε ένα διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης, το οποίο θα βασίζεται στην εσωτερική κατανάλωση. Αυτό θα αλλάξει το μέγεθος και τη χρήση των συναλλαγματικών της αποθεμάτων, επιτρέποντας στην Κίνα να τα χρησιμοποιήσει για την επίτευξη γεωπολιτικών στόχων. Ωστόσο, καθώς αυτό το σενάριο εκτείνεται χρονικά σε βάθος 10-15 ετών από σήμερα, αν όντως τελικά εξελιχθούν έτσι τα πράγματα, σήμερα αυτό που παρατηρεί κανείς από την πλευρά της Κίνα είναι έλλειψη αυτοπεποίθησης σε στρατηγικό επίπεδο, αλλά όχι ανοιχτή αντιπαράθεση.
Επιπλέον, στη σφαίρα της «αμοιβαία εξασφαλισμένης οικονομικής καταστροφής», υπάρχει μια αυξανόμενη συνειδητοποίηση ότι οι μετατοπίσεις ισχύος εμβαθύνουν τις κοινές στρατηγικές αδυναμίες (πυρηνικά, κυβερνοχώρος, διάστημα) μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας (και της Ρωσίας, σε μικρότερο βαθμό) και αυτό ενθαρρύνει την αμοιβαία συγκράτηση σε στρατηγικό επίπεδο.
Για το 2012, οι εκλογές και οι μεταβιβάσεις εξουσίας στη Ρωσία, στις ΗΠΑ και στην Κίνα προσθέτουν ένα δυνητικά εκρηκτικό συστατικό στην «χύτρα» του παγκόσμιου μετασχηματισμού. Οι εκλογές είναι παραδοσιακά περίοδος για σκληρές επιπλήξεις και δυναμισμό, παρά για συμβιβασμό και ανεκτικότητα, κάτι που αυξάνει τις πιθανότητες για μια στρατηγική παρανόηση ή για γεγονότα που ενισχύουν την αβεβαιότητα...